- περιοικοδόμησις
- περιοικοδόμ-ησις, εως, [dialect] Dor. ιος, ἡ, = sq., IG4.823.43 ([place name] Troezen).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιοικοδόμησις — ήσεως, ἡ, Α [περιοικοδομώ] η οικοδόμηση γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
περιοικοδομήσει — περιοικοδόμησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιοικοδομήσεϊ , περιοικοδόμησις fem dat sg (epic) περιοικοδόμησις fem dat sg (attic ionic) περιοικοδομέω build round aor subj act 3rd sg (epic) περιοικοδομέω build round fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοικοδομία — ἡ, Α [περιοικοδομώ] η περιοικοδόμησις* … Dictionary of Greek